- γλαύκα
- και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ)1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ' Ἀθήναζε», «γλαῡκ' ἐς Ἀθήνας» — παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς περιττόαρχ.1. σύμβολο τής Αθηνάς2. αθηναϊκό νόμισμα με παράσταση γλαυκός («γλαῡκες Λαυρεωτικαί»)3. είδος αγγείου σε σχήμα γλαυκός4. είδος χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η λ. προήλθε από το γλαυκός*, εξαιτίας τού λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος τού πουλιού, πράγμα που αργότερα από μερικούς θεωρήθηκε ως παρετυμολογία. Υποστηρίχθηκε εξάλλου και η προέλευση της λ. από το σύνθετο γλαυκώπις* με απόσπαση του α' συνθετικού και χρησιμοποίηση του ως αυτοτελούς λέξης (πρβλ. λ. χ. γαμψώνυξ > γαμψός)].
Dictionary of Greek. 2013.